- αναθεμάτισμα
- αναθεμάτισμα το1) проклятие;2) отлучение от церкви
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
αναθεμάτισμα — το [αναθεματίζω] ο αναθεματισμός … Dictionary of Greek
αναθεμάτισμα — το, ατος και αναθεματισμός, ο το ανάθεμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθεματίζω — (Α ἀναθεματίζω) 1. καταριέμαι, βλασφημώ 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, η, ο (αρχ. μσν. ἀνατεθεματισμένος, η, ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω αρχ. προσφέρω ως… … Dictionary of Greek
ανάθεμα — το, ατος 1. αναθεμάτισμα, αφορισμός: Ήταν η εποχή που είχε γίνει το ανάθεμα του Βενιζέλου. 2. έκφραση κατάρας: Ανάθεμά σε ξενιτιά! 3. επιφώνημα στενοχώριας: Ανάθεμα κι αν κατάλαβα τίποτε! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)